- ἀγαλματίας
ἀγαλματίας, ὁ, bildschön, Philostrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγαλματίας, ὁ, bildschön, Philostrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγαλματίας — ἀγαλματίας, ο (Α) [ἄγαλμα] ο ωραίος σαν άγαλμα … Dictionary of Greek
ἀγαλματίας — ἀγαλματίᾱς , ἀγαλματίας like a statue masc acc pl ἀγαλματίᾱς , ἀγαλματίας like a statue masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλματίαν — ἀγαλματίᾱν , ἀγαλματίας like a statue masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀγαλματίας like a statue masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)