- ἀγαλματο-ποιΐα
ἀγαλματο-ποιΐα, ἡ, dasselbe, Poll. 7, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγαλματο-ποιΐα, ἡ, dasselbe, Poll. 7, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek