- ἀγαλματο-ποιός
ἀγαλματο-ποιός, ὁ, Bildhauer, Her. 2, 46; Plat. Prot. 311 c, vom Polyklet u. Phidias.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγαλματο-ποιός, ὁ, Bildhauer, Her. 2, 46; Plat. Prot. 311 c, vom Polyklet u. Phidias.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπνοποιός — ἰπνοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κλιβάνους, φούρνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιός, υποδηματο ποιός] … Dictionary of Greek
ιχνοποιώ — ἰχνοποιῶ, έω (Α) 1. ανιχνεύω 2. αφήνω ίχνος, αφήνω σημάδι 3. πατώ, βαδίζω, βηματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιώ, ιδρωτο ποιώ] … Dictionary of Greek
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek