- ὀκνηρία
ὀκνηρία, ἡ, = ὄκνος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκνηρία, ἡ, = ὄκνος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκνηρία — ὀκνηρίᾱ , ὀκνηρία fem nom/voc/acc dual ὀκνηρίᾱ , ὀκνηρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρίᾳ — ὀκνηρίᾱͅ , ὀκνηρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνηρία — η (Α ὀκνηρία) [οκνηρός] τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ») … Dictionary of Greek
οκνηρία — η έλλειψη προσπάθειας, νωθρότητα, βαριεστιμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκνηρίας — ὀκνηρίᾱς , ὀκνηρία fem acc pl ὀκνηρίᾱς , ὀκνηρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρίαν — ὀκνηρίᾱν , ὀκνηρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρίαις — ὀκνηρία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
αβελτερία — ἀβελτερία, η (Α) [ἀβέλτερος] 1. νωθρότητα, οκνηρία τής σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα 2. διαφθορά, πτώση … Dictionary of Greek
αδουλεψιά — η [δούλεψη] 1. έλλειψη εργασίας, ανεργία 2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία 3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια … Dictionary of Greek