ὀκνηρός — shrinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… … Dictionary of Greek
οκνηρός — ή, ό απρόθυμος, οκνός, νωθρός, ακαμάτης, τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκνηρά — ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρότερον — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηροτέρων — ὀκνηρός shrinking fem gen comp pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηροτέρως — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρῶν — ὀκνηρός shrinking fem gen pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρόν — ὀκνηρός shrinking masc acc sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρότατον — ὀκνηρός shrinking masc acc superl sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηραί — ὀκνηρός shrinking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)