- ἀκανθ-ώδης
ἀκανθ-ώδης, ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκανθ-ώδης, ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] … Dictionary of Greek
ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
καρκινωματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καρκίνωμα 2. αυτός που έχει την όψη ή τη φύση τού καρκινώματος, που προκαλείται από καρκίνο ή οφείλεται σε καρκίνο («καρκινωματώδης εξαλλαγή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνωμα, τος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ακανθ ώδης,… … Dictionary of Greek