ἀκανθίας

ἀκανθίας

ἀκανθίας, , stachlig. 1) Haifischart, Arist. H. A. 9, 37; Opp. H. 1, 380. – 2) Cicadenart, Ael. H. A. 10, 44. – 3) Spargelart, Poll. 6, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκανθίας — ἀκανθίᾱς , ἀκανθίας prickly thing masc acc pl ἀκανθίᾱς , ἀκανθίας prickly thing masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακανθίας — Γένος ψαριών της οικογένειας των σπινακιδών. Η οικογένεια αυτή διακρίνεται από τα δύο ραχιαία πτερύγιά της, από τα οποία το ένα βρίσκεται μπροστά από τα στηθικά, σε κάθετη γραμμή. Ο σπειροειδής έλικας του πεπτικού σωλήνα έχει λιγότερο πλατιές… …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθίαι — ἀκανθίας prickly thing masc nom/voc pl ἀκανθίᾱͅ , ἀκανθίας prickly thing masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθίαν — ἀκανθίᾱν , ἀκανθίας prickly thing masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀκανθίας prickly thing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθίου — ἀκάνθιον cotton thistle neut gen sg ἀκανθίας prickly thing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”