- ἀκανθο-φάγος
ἀκανθο-φάγος, Dornen fressend, Arist. H. A. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκανθο-φάγος, Dornen fressend, Arist. H. A. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] … Dictionary of Greek