- ἀκανθο-στεφής
ἀκανθο-στεφής, ἰχϑύς, stachelumgebener Fisch, Arist. bei Ath. VII, 319 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκανθο-στεφής, ἰχϑύς, stachelumgebener Fisch, Arist. bei Ath. VII, 319 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοστεφής — θεοστεφής, ές (AM) ο θεόστεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο *, + στεφής (< στέφος), πρβλ. ακανθο στεφής, χρυσο στεφής] … Dictionary of Greek
ιχθυοστεφής — ἰχθυοστεφής και ἰχθυστεφής, ές (Α) στεφανωμένος με ψάρια («ἐν ἰχθυοστεφέσι... κόλποις Ἀμφιτρίτας», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. ακανθο στεφής, ροδο στεφής] … Dictionary of Greek
ιχθυστεφής — ἰχθυστεφής, ές (Α) ιχθυοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθο στεφής, ροδο στεφής] … Dictionary of Greek