- ὀγδοαδικός
ὀγδοαδικός, zur Zahl 8 gehörig, sie betreffend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀγδοαδικός, zur Zahl 8 gehörig, sie betreffend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ογδοαδικός — ὀγδοαδικός, ή, όν (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αριθμό οκτώ, στην ογδοάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όγδοο ουρανό 3. ο σχετικός με την όγδοη μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοάς, άδος + κατάλ. ικός (πρβλ. πενταδ… … Dictionary of Greek
ὀγδοαδικῆς — ὀγδοαδικός belonging to the number eight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδοαδική — ὀγδοαδικός belonging to the number eight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγδοαδικῷ — ὀγδοαδικός belonging to the number eight masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογδοατικός — ὀγδοατικός, ή, όν (Μ) (εσφ. ανάγν.) βλ. ὀγδοαδικός … Dictionary of Greek