- ἀκανθικός
ἀκανθικός, stachlig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκανθικός, stachlig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακανθικός — ή, ό (Α ἀκανθικός, ή, ὸν) [ἀκανθα] ακανθώδης, γεμάτος αγκάθια «ἀκανθικὴ φύσις» (Θεοφρ., Φυτ. Αιτ. 4, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξενικού όρου < ακανθικός* + τρήμα «οπή, τρύπα»] … Dictionary of Greek
ἀκανθικῶν — ἀκανθικός spinous fem gen pl ἀκανθικός spinous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθικοῖς — ἀκανθικός spinous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθικῆς — ἀκανθικός spinous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθική — ἀκανθικός spinous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek