- ὀζαινίτης
ὀζαινίτης, ὁ, von der Art der ὄζαινα, so riechend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀζαινίτης, ὁ, von der Art der ὄζαινα, so riechend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οζαινίτης — ὀζαινίτης, ό, θηλ. ὀζαινῑτις (Α) 1. αυτός που αναδίδει οσμή όμοια με την οσμή τής όζαινας 2. ονομασία ενός ινδικού είδους τού φυτού νάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζαινα + επίθημα ίτης (πρβλ. ξυλ ίτης)] … Dictionary of Greek