ὀζαινικός, den Nasenpolyp betreffend, daran leidend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οζαινικός — ή, ό (Α ὀζαινικός, ή, όν) [όζαινα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όζαινα 2. αυτός που πάσχει από όζαινα … Dictionary of Greek
ὀζαινικῶν — ὀζαινικός having fem gen pl ὀζαινικός having masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)