- ἀ-κανόνιστος
ἀ-κανόνιστος, nicht geregelt, E. M.; nicht kanonisch, Κ. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κανόνιστος, nicht geregelt, E. M.; nicht kanonisch, Κ. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανονιστικός — ή, ὁ (Α κανονιστικός, ή, όν) ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση (νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κανονιστός < κανονίζω] … Dictionary of Greek