- ἀγκῡρο-μήλη
ἀγκῡρο-μήλη, ἡ, Sonde mit einem Haken, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκῡρο-μήλη, ἡ, Sonde mit einem Haken, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτομήλη — λεπτομήλη, ἡ (Α) επιγρ. λεπτή μήλη, λεπτός καθετήρας, μικρό χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μήλη «χειρουργικό εργαλείο» (πρβλ. αγκυρο μήλη, πλατυ μήλη)] … Dictionary of Greek