- περι-στιβής
περι-στιβής, ές, ringsher getreten, gestampft, dah. fest, derb, s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στιβής, ές, ringsher getreten, gestampft, dah. fest, derb, s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευστιβής — εὐστιβής, ές (Α) 1. (για δρόμο ή χώρο) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να πατήσει κανείς («εὐστιβὴς και βάσιμος ὁδός») 2. ευκολονόητος, σαφής («κατὰ τὴν εὐστιβῆ καὶ ἁπλουστέραν τοῑς πολλοῑς θεωρίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιβής (<… … Dictionary of Greek
περιστιβής — ές, Α 1. πατημένος κυκλικά από παντού 2. συμπαγής, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. απο στιβής] … Dictionary of Greek