ἀ-γενής

ἀ-γενής

ἀ-γενής, ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενής ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur ἄπαις). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. ἀγεννής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -γενής — βλ. γένος …   Dictionary of Greek

  • γενῆς — γενή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβεληγενής — Κυβεληγενής, ές (Α) (επίθ. τής Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη γενής, Πυλη γενής. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής)] …   Dictionary of Greek

  • θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • -gen — comb. form 1 Chem. that which produces (hydrogen; antigen). 2 Bot. growth (endogen; exogen; acrogen). Etymology: F gegravene f. Gk genes born, of a specified kind f. gen root of gignomai be born, become * * * gen «jehn», noun, verb, genned,… …   Useful english dictionary

  • Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Καδμογενής — Καδμογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάδμος + γενής (< γένος), πρβλ. Δαρειο γενής, Περσο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Κρητογενής — Κρητογενής, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο γεννημένος την Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Κυνθο γενής, Χιο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Κυνθογενής — Κυνθογενής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που γεννήθηκε στο όρος Κύνθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύνθος + γενής (< γένος), πρβλ. Δηλο γενής, Χιο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Λητογενής — Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, ές, θηλ. και Λατογένεια (Α) (ως επίθ. τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, μονο γενής] …   Dictionary of Greek

  • εξαρσιγενής — ές γεωλ. αυτός που σχηματίστηκε με έξαρση τής εδαφικής επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξαρση + * γενής (< γένος) τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευ γενής, πτυχωσι γενής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”