ὀγκίαι

ὀγκίαι

ὀγκίαι, αἱ, erkl. Hesych. ϑημῶνες, χώματα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ογκίαι — ὀγκίαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”