- ἀγκλίνω
ἀγκλίνω,= ἀνακλίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκλίνω,= ἀνακλίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άγκλιμα — το (Α ἄγκλιμα) νεοελλ. συνήθως στον πληθ. τα αγκλίματα 1. κρεβάτι σε πλοίο, κάτω από το οποίο τοποθετούνται συνήθως δύο ή τρία συρτάρια (αλλιώς κουκέτα) 2. κάθισμα σε τραίνο, που μετατρέπεται σε κρεβάτι αρχ. ποιητικός τύπος αντί ανάκλισμα*.… … Dictionary of Greek