- ἀγελάτης
ἀγελάτης, ου, ὁ, Aufseher der Abtheilungen (ἀγέλαι), in denen die Knaben in Kreta bis zum 17. Jahre erzogen wurden, Heracl. Pont.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγελάτης, ου, ὁ, Aufseher der Abtheilungen (ἀγέλαι), in denen die Knaben in Kreta bis zum 17. Jahre erzogen wurden, Heracl. Pont.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγελάτης — ἀγελάτης, ο (Α) 1. αρχηγός αγέλης, δηλ. ομάδας νέων που ανατρέφονταν μαζί (βλ. αγέλη) 2. κατά τον Ησύχιο «ἔφηβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγεληλάτης με απλολογία] … Dictionary of Greek
ἀγελάτην — ἀγελάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
Агела — (άγελη) название бывших у дорян товариществ юношей, называвшихся потому агеластами (άγελάςος); один из них начальствовал над товарищами и назывался агелат (άγελάτης). Товарищества имели целью усовершенствование в гимнастике и военных упражнениях … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона