- ἀγελη-κόμος
ἀγελη-κόμος βούτης, der die Heerde besorgende Rinderhirt, Nonn. D. 47, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγελη-κόμος βούτης, der die Heerde besorgende Rinderhirt, Nonn. D. 47, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγεληκόμος — ἀγεληκόμος και ἀγελοκόμος, ο (Α) αυτός που φροντίζει, που φυλάει αγέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + κόμος < κομῶ. Το ο στον β τύπο είναι συνθετικό το α στον γ τύπο από αφομοίωση] … Dictionary of Greek
αγελαιοκομικός — ἀγελαιοκομικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με την ἀγελαιοκομική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελαιοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει και να συντηρεί κανείς αγέλη ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιοκόμος < ἀγελαῖος + κόμος < κομῶ] … Dictionary of Greek