ἀει-μνήμων

ἀει-μνήμων

ἀει-μνήμων, stets eingedenk, Arist. Physiog. 3, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερομνήμονας — ο (ΑΜ ἱερομνήμων, Α δωρ. τ. ἱερομνάμων) τίτλος που απονέμεται σε ιερείς (νεοελλ. μσν.) εκκλησιαστικό αξίωμα που έδιναν, κατά τη βυζαντινή εποχή κυρίως, σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς αρχ. 1. αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη θεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”