- ἀει-ναής
ἀει-ναής (-ναέεσσιν ὑδάτεσσι, f. L. ἀειάντεσσι). immer fließend, Nic. frg. bei Ath. II, 61 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-ναής (-ναέεσσιν ὑδάτεσσι, f. L. ἀειάντεσσι). immer fließend, Nic. frg. bei Ath. II, 61 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευναής — εὐναής, ές (Α) 1. αυτός που έχει καλή ροή, που ρέει καλά 2. ο υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ναής (< νάω «ρέω»), πρβλ. αεί ναής] … Dictionary of Greek