ἀγκαλιδη-φόρος

ἀγκαλιδη-φόρος

ἀγκαλιδη-φόρος, dasselbe von Menschen, nach Poll. 7, 109; 2, 139.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”