- περι-στεγανός
περι-στεγανός, rings oder gut bedeckt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στεγανός, rings oder gut bedeckt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιστεγανός — όν, Α 1. καλυμμένος ολόγυρα, καλά στεγασμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστεγανόν περισσῶς στεγανόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεγανός «καλυμμένος με στέγη, καλά στεγασμένος»] … Dictionary of Greek
στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… … Dictionary of Greek