- ἀει-κῑνητος
ἀει-κῑνητος, Plat. Phaedr. 245 c. – Adv. -τως, Arist. mund. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-κῑνητος, Plat. Phaedr. 245 c. – Adv. -τως, Arist. mund. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεικίνητος — η, ο και ος, ο (Α ἀεικίνητος, ον) αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ. β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + κινητὸς … Dictionary of Greek