ἀ-εικής

ἀ-εικής

ἀ-εικής, ές, Hom. u. a. D., att. αἰκής, dasselbe, sehr oft Hom., λοιγός Il. 1, 456, πληγαί 2, 264, ἔργον u. πότμος oft; οὔ οἱ ἀεικές, es paßt sich wohl für ihn, Iliad. 15, 496. 19, 124; ähnlich Her. οὔ νύν τοι ἀεικὲς οὐδὲν ᾑν, es war ganz natürlich, 3, 33; – unansehnlich, gering, μισϑός Il. 12, 435, πήρα Od. 13, 437. – Bei Tragg., δεσμός Aesch. Pr. 97. 523, πῆμα 470; στολή Soph. El. 184. – Adv., 102.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἴκῃς — εἴκω to be like pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… …   Dictionary of Greek

  • μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσεικής — ές, Α 1. προσείκελος* 2. κολακευτικός, θωπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εικής (< ΙΕ ρ. *weik «αληθεύω, μοιάζω», πρβλ. εἰκ ών, εἴκ ελος, ἔοικα), πρβλ. επι εικής] …   Dictionary of Greek

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

  • κατεικής — κατεικής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) επιεικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εικής. Για το β συνθετικό βλ. λ. επιεικής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”