- ἀγγείδιον
ἀγγείδιον, τό, VLL., dimin. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγγείδιον, τό, VLL., dimin. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγγείδιον — ἀγγείδιον, το (Α) [υποκοριστικό τού ἀγγεῑον] μικρό αγγείο … Dictionary of Greek
ἀγγείδιον — gallbladder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγειδίου — ἀγγείδιον gallbladder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγειδίῳ — ἀγγείδιον gallbladder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγείδια — ἀγγείδιον gallbladder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek