- ἀει-γενεσία
ἀει-γενεσία, ἡ, fortwährendes Entstehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-γενεσία, ἡ, fortwährendes Entstehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερογενεσία — η 1. η αδυναμία γονιμοποίησης μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικών ειδών 2. διασταύρωση μεταξύ ατόμων απομακρυσμένων ανθρώπινων φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. απο γενεσία, αει γενεσία] … Dictionary of Greek
θεογενεσία — η (Α θεογενεσία) η κατά θεόν γέννηση, η αναγέννηση τού ανθρώπου με το μυστήριο τού βαπτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. αει γενεσία παλιγ γενεσία] … Dictionary of Greek
παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… … Dictionary of Greek