ἀκκιστικός

ἀκκιστικός

ἀκκιστικός, zur Verstellung geneigt, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακκιστικός — ἀκκιστικός, ή, όν (Μ) [ἀκκίζομαι] αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀκκιστικόν — ἀκκιστικός disposed to be coy masc acc sg ἀκκιστικός disposed to be coy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”