- ἀγκιστρο-ειδής
ἀγκιστρο-ειδής, ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκιστρο-ειδής, ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμοειδής — ές (Α καλαμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με καλάμι, αυτός που έχει σχήμα καλαμιού. επίρρ... καλαμοειδῶς (Α) όμοια με καλάμι, με σχήμα καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ειδής (πρβλ. αγκιστρο ειδής, σταυρο ειδής)] … Dictionary of Greek