- ἀγκιστρευτικόν
ἀγκιστρευτικόν, τό, Plat., das Fischen mit Angeln, Sophist. 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκιστρευτικόν, τό, Plat., das Fischen mit Angeln, Sophist. 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκιστρευτικόν — ἀγκιστρευτικός of masc acc sg ἀγκιστρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιστρευτικός — ἀγκιστρευτικός ή, όν (Α) [ἀγκιστρεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι αυτό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκιστρευτικόν η ἀγκιστρεία* … Dictionary of Greek