ἀγκύλια

ἀγκύλια

ἀγκύλια, τά, Plut. Num. 13, ancilia der Römer.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγκύλια — ἀγκύλιον loop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκύλωμα — το, ατος και αγκυλωματιά, η κεντιά με αγκύλια, πόνος σωματικός ή ψυχικός: Ένιωσα μέσα μου ένα δυνατό αγκύλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”