ἀγκωνίσκος

ἀγκωνίσκος

ἀγκωνίσκος, , kleine Ecke, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγκωνίσκος — ἀγκωνίσκος, ο (Α) μικρός αγκώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • ἀγκωνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκωνίσκοι — ἀγκωνίσκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκωνίσκου — ἀγκωνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκωνίσκους — ἀγκωνίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • ՍՓՌԻՉ — ( ) NBH 2 0766 Chronological Sequence: Early classical գ. ἁγκωνίσκος parvus cubitus, catenatio, commissura, flexus brachii. Զօդ արմկաձեւ. ճարմանդ. աղխ պարզեալ, եւ որպէս բազուկ տարածեալ խոտորնակի. չափրաստ, գօլ. *Երկուս սփռիչս միում սիւնակի՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”