- ἀγκωνισμός
ἀγκωνισμός, ὁ, Krümmung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκωνισμός, ὁ, Krümmung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκωνισμός — ἀγκωνισμός, ο (Μ) (για εκβολή ποταμού) καμπή, μυχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκωνίζω < ἀγκών] … Dictionary of Greek