- ἀει-φόρος
ἀει-φόρος, stets Früchte tragend, Soph. frg. 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-φόρος, stets Früchte tragend, Soph. frg. 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αειφόρος — ἀειφόρος, ον (Α) λ. αμφίβολη στα Αποσπ. τού Σοφ. 580 κατά τον Ησύχιο, «ἀειθαλής». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek