- ἀγκυλο-γλώχῑν
ἀγκυλο-γλώχῑν, mit krummem Sporn, vom Hahn, Babr. 17, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκυλο-γλώχῑν, mit krummem Sporn, vom Hahn, Babr. 17, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκυλογλώχιν — ἀγκυλογλώχιν ( ινος), ὁ (Α) (για τον κόκορα) αυτός που έχει αγκύλο, γαμψό πτερνιστήρα (πλήκτρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλωχίν ( ῖνος)] … Dictionary of Greek