- ἀγκυλόεις
ἀγκυλόεις σίδηρος, Nonn. D. 6, 21, = ἀγκύλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκυλόεις σίδηρος, Nonn. D. 6, 21, = ἀγκύλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκυλόεις — ἀγκυλόεις, εσσα, εν (Α) [ἀγκύλος] αγκύλος, αγκυλωτός … Dictionary of Greek