- ἀγκυρο-βόλιον
ἀγκυρο-βόλιον, τό, Ankerplatz, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκυρο-βόλιον, τό, Ankerplatz, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροβόλιον — τὸ, Α η άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βόλιον (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀγκυρο βόλιον] … Dictionary of Greek
κρασοβόλι — το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν) ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια νεοελλ. 1. κρασί 2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι μσν. κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ.… … Dictionary of Greek