- ἀει-παλής
ἀει-παλής, ές, stets schlagend, Herz (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-παλής, ές, stets schlagend, Herz (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλέω — (Α) 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε διαφθαρείη ἐπάλησεν ἐφθάρη. πεπαληκέναι ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι βεβλαμμέναι» 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος βεβλαμμένος» β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».… … Dictionary of Greek
κληροπαλής — κληροπαλής, ές (Α) αυτός που διανέμεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + παλής (< πάλλω), πρβλ. αει παλής, εκ παλής] … Dictionary of Greek