- ἀγμός
ἀγμός, ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγμός, ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος … Dictionary of Greek
ἀγμός — fracture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμοῖς — ἀγμός fracture masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμοί — ἀγμός fracture masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμούς — ἀγμός fracture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμῶν — ἀγμός fracture masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμόν — ἀγμός fracture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
εύαξος — εὔαξος, ον (ΑΜ) ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άξος «κάταγμα» (κρητ. τ. τού αγμός) < άγνυμι] … Dictionary of Greek
νευραγμία — η ιατρ. διατομή ή ξερίζωμα νεύρου για πειραματικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + αγμία (< ἀγμός < ἄγνυμι «θραύω»)] … Dictionary of Greek