ἀ-γνωμονεύω, Plut. frat. am. 11, f. L. für
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωμονεύω — (Α) [γνώμων] μετρώ όπως στο ηλιακό ρολόι, ελέγχω … Dictionary of Greek