ἀ-γνωσία

ἀ-γνωσία

ἀ-γνωσία, , Unkenntniß, Unbekanntschaft, Eur. Med. 1204; ἀλλήλων Thuc. 8, 66; der γνῶσις entgegengesetzt, Plat. Rep. V, 477 a; aber Menex. 238 d ἀγ. πατέρων, Unberühmtheit, das Nichtkennen, neben ὑπεροψία Luc. Tim. 42. – Eur. Hec. 959 = ἀπορία, Noth.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεογνωσία — η (AM θεογνωσία) η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ αυτές νεοελλ. η ορθοφροσύνη, η σύνεση μσν. η πίστη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α γνωσία δυσ γνωσία] …   Dictionary of Greek

  • πολυγνωσία — η, Ν η κατοχή πολλών γνώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνωσία (< γνῶσις), πρβλ. αρχαιο γνωσία, παντο γνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ορεογνωσία — και ορογνωσία, η κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τον σχηματισμό και τη σύσταση τών ορέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεο / ορο (βλ. λ. όρος [II]) + γνωσία (< γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο γνωσία] …   Dictionary of Greek

  • πραγματογνωσία — η, Ν 1. η γνώση τών πραγμάτων 2. μάθημα που διδάσκεται στις δύο πρώτες τάξεις τού δημοτικού σχολείου και έχει ως σκοπό να δώσει στους μαθητές τις πρώτες στοιχειώδεις γνώσεις για τα πράγματα τού περιβάλλοντός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος +… …   Dictionary of Greek

  • αληθινογνωσία — η η αληθογνωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθινός + γνωσία (< γνωτος < γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αληθογνωσία — η (Α ἀληθογνωσία) η γνώση τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + γνωσία (< γνωτος < γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αμπελογνωσία — η η γνώση τών σχετικών με την άμπελο ως προς την καλλιέργεια, τις ασθένειες, κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + γνωσία < γνώσις ή γνωτός < γιγνώσκω. Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Θ. Ορφανίδη, βοτανολόγο] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιογνωσία — η η γνώση της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + γνωσία < γνωτός < γιγνώσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη ως απόδοση του γερμ. Alterthumskunde] …   Dictionary of Greek

  • ιερογνωσία — η (Α ἱερογνωσία) η γνώση τών ιερών πραγμάτων, δηλ. ιεροπραξιών, εκκλησιαστικών τελετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γνώσις + κατάλ. ία (πρβλ. α γνωσία)] …   Dictionary of Greek

  • κοσμογνωσία — η η γνώση τού κόσμου, δηλαδή τών τόπων και τών κλιμάτων τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γνωσία (< γνώσις). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Weltkenntnis, και μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργιο Βιζυηνό] …   Dictionary of Greek

  • ορυκτογνωσία — η η εμπειρική διάγνωση τών ορυκτών με βάση ορισμένα φυσικά και κρυσταλλογραφικά γνωρίσματά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oryctognosy (< ορυκτό + γνωσία < γνώστης < γιγνώσκω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”