ἀ-καυχησία

ἀ-καυχησία

ἀ-καυχησία, , Bescheidenheit, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καυχησιά — και καυχησά και καυκησ(ι)ά, η (Μ καυχησιά και καυχησά και καυκησ[ι]ά) [καυχιέμαι] καύχηση, καυχησιολογία, κομπασμός, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • καυκησιά — η βλ. καυχησιά …   Dictionary of Greek

  • καυχησιάρης — και καυχησάρης και καυκησιάρης και καυκησάρης, α, ικο [καυχησιά] αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

  • καύχηση — η (Α καύχησις) [καυχώμαι] 1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία 2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα …   Dictionary of Greek

  • πολυψευδόκαυχος — ον, Α αυτός που καυχιέται πολύ αλλά με ψεύτικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψεῦδος + καῦχος, τὸ «καυχησιά»] …   Dictionary of Greek

  • κομπασμός — ο το να κομπάζει κανείς, καυχησιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”