- ἀ-κατ-έργαστος
ἀ-κατ-έργαστος, nicht verarbeitet, roh, Longin.; – unverdaut, τροφή Arist. part. an. 2, 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατ-έργαστος, nicht verarbeitet, roh, Longin.; – unverdaut, τροφή Arist. part. an. 2, 3, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… … Dictionary of Greek
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek
ημιέργαστος — ἡμιέργαστος, ον (Α) κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν επ εξ έργαστος, α κατ έργαστος] … Dictionary of Greek