- ἀ-κατά-βλητος
ἀ-κατά-βλητος, nicht niederzuwerfen, λόγος, unbesiegt, Ar. Nub. 1229.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-βλητος, nicht niederzuwerfen, λόγος, unbesiegt, Ar. Nub. 1229.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐκατάβλητος, ον) αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα βλητος (< κατα βάλλω), πρβλ. α κατά βλητος] … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek