- ἀ-κατά-ψευστος
ἀ-κατά-ψευστος, nicht erlogen, Her. 4, 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-ψευστος, nicht erlogen, Her. 4, 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάψευστος — εὐκατάψευστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει εύκολα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ψευστος (< κατα ψεύδομαι), πρβλ. α κατά ψευστος] … Dictionary of Greek