- ἀ-κατά-τρητος
ἀ-κατά-τρητος, nicht durchbohrt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-τρητος, nicht durchbohrt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτότρητος — λεπτότρητος, ον (Α) αυτός που έχει μικρές οπές («λεπτότρητος σπόγγος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τρητός (< τετραίνω), πρβλ. διά τρητος, κατά τρητος] … Dictionary of Greek
παράτρητος — ον, Α 1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.) 2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων β) «παράτρητος πόρος» πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek