ἀ-κατά-σκοπος

ἀ-κατά-σκοπος

ἀ-κατά-σκοπος, unüberlegt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσκοπος — εὐπρόσκοπος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός 2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό σκοπος (< προ + σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί σκοπος, κατά σκοπος] …   Dictionary of Greek

  • εύσκοπος — (I) εὔσκοπος και έΰσκοπος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά, ο οξυδερκής, ο άγρυπνος («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από μεγάλη απόσταση 3. (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • θεμισκόπος — θεμισκόπος, ον (Α) αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά σκοπος, οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • κυδόσκοπος — κυδόσκοπος, ον (Α) αυτός που προαναγγέλλει δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά σκοπος] …   Dictionary of Greek

  • πρόσκοπος — ον / πρόσκοπος, ον, ΝΑ, θηλ. και ίνα Ν 1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοπος ο ανιχνευτής νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνα κάθε νεός ή νέα που… …   Dictionary of Greek

  • υπόσκοπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός, κάτω από την σκιά τού οποίου βλέπει κάποιος 2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκοπος (<… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”