- ἀ-κατά-πληκτος
ἀ-κατά-πληκτος, unerschrocken, Dion. Hal. 1, 81; adv. oft D. Hal. u. a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-πληκτος, unerschrocken, Dion. Hal. 1, 81; adv. oft D. Hal. u. a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek
ονειρόπληκτος — η, ο (Α ὀνειρόπληκτος, ον) νεοελλ. ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος αρχ. (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει πληγεί από τα όνειρα, ο φοβισμένος, ο τρομαγμένος από όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θεό… … Dictionary of Greek
σαννιόπληκτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιόπληκτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννιον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
πάμπληκτος — πάμπληκτος, ον (Α) φρ. «ἄεθλα πάμπληκτα» αγώνες κατά τους οποίους επιτρεπόταν η ανταλλαγή κάθε είδους χτυπημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. χαλκό πληκτος] … Dictionary of Greek
κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek